ραμπουτάν

ραμπουτάν
το, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία τού αγγειόσπερμου δικότυλου φυτού τής Μαλαισίας Nephelium lappaceum τής οικογένειας σαπινδίδες
2. ο εδώδιμος καρπός τού δέντρου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rambutan < μαλαισιακό rambutan (< rambut «μαλλιά, τρίχα», λόγω τού χνουδωτού φλοιού τού καρπού)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”